ιξευτής

ιξευτής
ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) [ιξεύω]
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα
αρχ.
1. ως επίθ. ιξευτικός* («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)
2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια
α) επίθ. τής Τύχης
β) γένος φυτών τής οικογένειας καρυοφυλλίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἰξευτής — fowler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξευταῖς — ἰξευτής fowler masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξευταί — ἰξευτής fowler masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξευτοῦ — ἰξευτής fowler masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξευτῇ — ἰξευτής fowler masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξευτήν — ἰξευτής fowler masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξευτῶν — ἰξευτής fowler masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξευτάς — ἰξευτά̱ς , ἰξευτής fowler masc acc pl ἰξευτά̱ς , ἰξευτής fowler masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • омельникъ — ОМЕЛЬНИК|Ъ (1*), А с. Птицелов: и омелни(к). трости твори(т). и взирае(т) вѣи˫а. и прелукуе(т) перо птиче. (ἰξευτής) ГБ к. XIV, 82а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ιξευτικός — ή, ό (Α ιξευτικός, ή, όν) [ιξευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον ιξευτή 2. το θηλ. ως ουσ. η ιξευτική η τέχνη να πιάνει κάποιος πουλιά με ιξόβεργες 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἰξευτικα τίτλος ποιήματος τού Οππιανού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”